- παραγωγικότητα
- Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να συγχέεται, παρά τη φαινομενική συνάφεια, με την τεχνική έννοια της αποδοτικότητας. Πραγματικά, η π. μετρά την ικανότητα ενός συντελεστή να ενσωματωθεί λειτουργικά σε έναν δεδομένο παραγωγικό συνδυασμό και εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά του συνδυασμού το να ανταποκριθεί ποιοτικά και ποσοτικά στον σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Συνέπεια αυτού είναι ότι η π. δεν υπολογίζεται αφηρημένα, αλλά ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο ασχολούνται οι συντελεστές στους οποίους αναφέρεται. Ένα πολύ ακριβό, εξειδικευμένο μηχάνημα, για παράδειγμα, με αναμφισβήτητη αποδοτικότητα, έχει υψηλή π. αν χρησιμοποιείται σε μια μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση, ενώ έχει ασήμαντη π. σε επιχειρήσεις με μικρή παραγωγή.
Στην οικονομία διακρίνουμε τη συνολική π. και την οριακή π. Η συνολική π. μιας επιχείρησης ή ενός οικονομικού συστήματος υπολογίζεται με βάση τη σχέση μεταξύ της αξίας του πραγματοποιούμενου προϊόντος και του κόστους των μέσων που διατίθενται για την πραγματοποίησή του (output-input ratio, κατά την αγγλοσαξονική ορολογία). Σύμφωνα με την έννοια αυτή, η π. εξαρτάται από την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής, από τις αποδόσεις των συντελεστών της παραγωγής, από τις συνθήκες του περιβάλλοντος, μέσα στις οποίες λειτουργεί η επιχείρηση, και από διάφορες άλλες συνθήκες. Η οριακή π. προκύπτει, αντίθετα, για τον κάθε χρησιμοποιούμενο συντελεστή, ανάλογα με τη σχέση μεταξύ της αύξησης της παραγωγής και της ποσότητας του συντελεστή που προστέθηκε τελευταία. Ένα παράδειγμα θα εξηγήσει καλύτερα την έννοια: ας υποθέσουμε πως σε μια γεωργική επιχείρηση με 10 εργάτες, ένας ορισμένος αριθμός στρεμμάτων γης και ένας ορισμένος εξοπλισμός (κεφάλαιο) αποδίδουν κάθε χρόνο 200 χιλιάδες κιλά στάρι. Προστίθεται ένας νέος εργάτης και η παραγωγή ανεβαίνει στα 210 χιλιάδες κιλά, ενώ μένει αμετάβλητη η ποσότητα των άλλων συντελεστών· θα λέγαμε τότε πως η οριακή π. της εργασίας στην επιχείρηση αυτή είναι 10 χιλιάδες κιλά και, αν το στάρι πουλιέται προς 3 ευρώ το κιλό, εκφραζόμενη σε νομισματική γλώσσα, η π. θα είναι 10.000 ευρώ. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να υπολογίσουμε την οριακή π. ενός τρακτέρ ή ενός πρόσθετου στρέμματος γης.
Η οριακή π. ενός συντελεστή εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από την ποσότητα του συντελεστή αυτού που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση και από την ποσότητα των άλλων συντελεστών με τους οποίους συνδυάζεται. Αυτό σημαίνει ότι η οριακή π. της εργασίας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ποσότητα των άλλων συντελεστών που χρησιμοποιούνται. Αυτό συμβαίνει, γιατί η οριακή π. υπόκειται σε έναν θεμελιώδη νόμο της οικονομίας, τον νόμο της φθίνουσας απόδοσης, σύμφωνα με τον οποίο οι διαδοχικές μονάδες ενός συντελεστή που ρίχνονται σε μια ορισμένη επιχείρηση, αν δεν μεταβάλλονται ταυτόχρονα και οι μονάδες των άλλων, σημειώνουν, έπειτα από ένα ορισμένο όριο, μια διαρκώς χαμηλότερη π. Έτσι, στο παράδειγμα που δώσαμε πιο πάνω, αν η π. του ενδέκατου εργάτη είναι 10 χιλιάδες κιλά, η π. του δωδέκατου θα είναι ασφαλώς μικρότερη, και το ίδιο θα συμβεί με τον δέκατο τρίτο ώσπου να φτάσει, αν συνεχιστεί η προσθήκη εργατών στην επιχείρηση, σε μια κατάσταση στην οποία οι προστιθέμενοι εργάτες δεν θα δίνουν απόδοση ή, ακόμα, θα εμποδίζουν την εργασία των άλλων (αρνητική παραγωγικότητα).
Ο υπολογισμός της οριακής π., αν και στην πράξη είναι δύσκολο να γίνει, αποτελεί το κεντρικό σημείο της θεωρίας για τη διοίκηση της επιχείρησης, γιατί με τη βοήθεια αυτής καθορίζεται το άριστο (όπτιμουμ) μέγεθός της. Πραγματικά, ο επιχειρηματίας παίρνει νέους εργάτες ή προσθέτει νέα κεφάλαια και νέα εδάφη μέχρι το σημείο, όπου το κόστος των συντελεστών αυτών είναι κατώτερο από την αύξηση της π. που πετυχαίνεται στην επιχείρηση. Είναι φανερό, πράγματι, ότι στην αγροτική επιχείρηση που πήραμε ως παράδειγμα, ο ενδέκατος εργάτης θα χρησιμοποιηθεί αν το κόστος του, εκφραζόμενο με τον μισθό του, τα επιδόματα, τις κοινωνικές ασφαλίσεις κλπ., είναι κατώτερο από τα 10.000 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή από την αξία της συμβολής του στην παραγωγή, ενώ αυτή θα προτιμήσει να παραιτηθεί ο εργάτης από την εργασία του αν το κόστος του είναι μεγαλύτερο από τη συμβολή αυτή. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο επιχειρηματίας αποφασίζει για την ποσότητα κεφαλαίου και γης που θα χρησιμοποιήσει και, εφόσον η οριακή π. τείνει να ελαττώνεται με τη χρησιμοποίηση νέων πρόσθετων μονάδων, καταλήγει γρήγορα ή αργά στο σημείο που η τιμή του συντελεστή και η π. του συμπίπτουν. Το σημείο αυτό είναι το άριστο μέγεθος της επιχείρησης, γιατί επιτρέπει την πλήρη εκμετάλλευση της παραγωγικής ικανότητας των συντελεστών που χρησιμοποιούνται.
παραγωγικές δυνάμεις. Σύστημα υποκειμενικών και φυσικών στοιχείων που πραγματοποιούν την ανταλλαγή των ουσιών μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης στην πορεία της κοινωνικής παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις εκφράζουν την ενεργό σχέση των ανθρώπων προς τη φύση, που συνίσταται στην υλική και πνευματική αξιοποίηση και ανάπτυξη του πλούτου της. Με τη σχέση αυτή εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις ύπαρξης του ανθρώπου και επιταχύνεται η διαδικασία διαμόρφωσης και εξέλιξης του ίδιου του ανθρώπου στα πλαίσια των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων που διαδέχονται το ένα το άλλο. Οι παραγωγικές δυνάμεις δημιουργούν την κυρίαρχη πλευρά του τρόπου παραγωγής, τη βάση της εξέλιξης της κοινωνίας. Η κάθε βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αντιστοιχεί σε καθορισμένες παραγωγικές σχέσεις που εμφανίζονται ως κοινωνική μορφή της κίνησής τους. Στη πορεία της ανάπτυξής τους, οι παραγωγικές δυνάμεις έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις. Τότε, σύμφωνα με την άποψη των κοινωνιολόγων, επέρχεται η εποχή της κοινωνικής επανάστασης, γίνεται ανατροπή της οικονομικής διάρθρωσης της κοινωνίας, του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος. Βασική παραγωγική δύναμη της κοινωνίας είναι οι άνθρωποι, που συμμετέχουν στην κοινωνική παραγωγή. Η παραγωγική πείρα και οι γνώσεις των ανθρώπων, η φιλεργία τους, η δραστηριότητα και η ικανότητά τους για εργασία, το επίπεδο της ατομικής τους εξέλιξης και τα καθήκοντα που θέτουν μπροστά τους, καθορίζουν, σε τελευταία ανάλυση, τη δυναμικότητα της κοινωνικής παραγωγής. Η θέση των εργαζομένων στο σύστημα των παραγωγικών δυνάμεων καθορίζει τη θεμελιακή διαφορά των παραγωγικών δυνάμεων μιας εποχής από τις παραγωγικές δυνάμεις μιας άλλης.
Γέννημα του μυαλού και της εργασίας του ανθρώπου είναι τα υλικά στοιχεία των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή τα μέσα παραγωγής και τα καταναλωτικά αγαθά. Τα μέσα παραγωγής αποτελούνται από τα μέσα εργασίας, που είναι οι φορείς της επίδρασης του ανθρώπου πάνω στη φύση και τα αντικείμενα εργασίας, προς τα οποία αποβλέπει η εργασία του ανθρώπου. Σημαντικό μέρος των μέσων εργασίας είναι τα εργαλεία παραγωγής (εργαλεία, συσκευές, μηχανές κλπ.), που δημιουργούν στη σύγχρονη παραγωγή όχι μόνο το κύριο «σύστημα των οστών και των μυώνων», αλλά και το μέρος του διευθυντικού συστήματος που εξελίσσεται. Οι υποταγμένες από τον άνθρωπο φυσικές δυνάμεις, όπως ο ηλεκτρισμός, η ατομική ενέργεια, η ενέργεια του φωτός, του αέρα, του νερού κλπ., πολλαπλασιάζουν την ισχύ της παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου. Η αύξηση του εξοπλισμού του εργάτη με τα μέσα παραγωγής και η ανάπτυξη της εργατικής του δύναμης αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της ιστορικής διαδικασίας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και είναι ένας από τους γενικούς νόμους ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Γενικός νόμος ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σύμφωνα με την άποψη του Κ. Μαρξ, είναι ότι οι υλικές δυνατότητες της επόμενης μορφής παραγωγικής δύναμης γεννιούνται και αναπτύσσονται στους κόλπους της προγενέστερης μορφής, η ίδια όμως αυτή μορφή γίνεται κυρίαρχη μόνο στηνέα βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας.
παραγωγικές, σχέσεις. Το σύνολο των υλικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων στην πορεία της κοινωνικής παραγωγής και της διακίνησης του κοινωνικού προϊόντος από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση. Οι παραγωγικές σχέσεις είναι απαραίτητη πλευρά της κοινωνικής παραγωγής. Οι άνθρωποι στην παραγωγή δεν αποκτούν σχέση μόνο με τη φύση. Δεν μπορούν να παραγάγουν αν δεν συνενωθούν με κάποιον τρόπο για την κοινή δράση και για την αμοιβαία ανταλλαγή της δραστηριότητάς τους. Για να παραγάγουν, καταλήγουν σε καθορισμένους δεσμούς και σχέσεις και μονάχα μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών αυτών δεσμών και σχέσεων έρχονται σε σχέση με τη φύση και γίνεται η παραγωγή. Στην πορεία της εργασίας διαμορφώνονται οι σχέσεις που έχουν καθοριστεί από τις ανάγκες της τεχνολογίας και της οργάνωσης της παραγωγής, για παράδειγμα οι σχέσεις μεταξύ των εργατών των διαφόρων ειδικοτήτων, μεταξύ των οργανωτών και των εκτελεστών που συνδέονται με τον τεχνολογικό καταμερισμό της εργασίας στους κόλπους της παραγωγικής συνεταιριστικής οργάνωσης ή σε ολόκληρη την κοινωνία. Εκτός όμως από τις σχέσεις αυτές, στην παραγωγή δημιουργούνται και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Οι παραγωγικές οικονομικές σχέσεις, ή αλλιώς παραγωγικές σχέσεις, διαφέρουν από τις παραγωγικοτεχνικές από την άποψη ότι αυτές εκφράζουν τις σχέσεις των ανθρώπων διαμέσου των σχέσεών τους προς τα μέσα παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Τα μέσα παραγωγής μπορεί να αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία, και έτσι να αναπτύσσονται παραγωγικές σχέσεις συνεργασίας, ή μπορεί vα ανήκουν σε ένα μέρος της κοινωνίας και να δημιουργούνται ανταγωνιστικές και εκμεταλλευτικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Εκτός από τις δυο αυτές βασικές, υπάρχουν και μεταβατικές παραγωγικές σχέσεις, όταν στα πλαίσια ενός και του ίδιου τρόπου οικονομίας συνδυάζονται στοιχεία διαφόρων τύπων παραγωγικών σχέσεων.
Οι σχέσεις ιδιοκτησίας διαπερνούν όλες τις σφαίρες των οικονομικών σχέσεων: της παραγωγής, της ανταλλαγής, της κατανομής και της κατανάλωσης των υλικών αγαθών, και καθορίζουν την κατανομή των μέσων παραγωγής και την κατανομή των ανθρώπων στη διάρθρωση της κοινωνικής παραγωγής (ταξική διάρθρωση της κοινωνίας). Οι παραγωγικές σχέσεις είναι η κοινωνική μορφή των παραγωγικών δυνάμεων. Μαζί αποτελούν τις δυο πλευρές του κάθε τρόπου παραγωγής και συνδέονται μεταξύ τους κατά τον νόμο της αντιστοιχίας των παραγωγικών σχέσεων στον χαρακτήρα και στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, οι παραγωγικές σχέσεις διαμορφώνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα και το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ως μορφή λειτουργίας και ανάπτυξής τους. Στην πορεία της εξέλιξης αυτής δημιουργούνται αντιθέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων και των παλαιών παραγωγικών σχέσεων, αντιθέσεις που μπορούν να βρουν τη λύση τους μόνο με την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων και την αντιστοιχία τους με τις παραγωγικές δυνάμεις.
* * *η1. η ικανότητα για παραγωγή, η ιδιότητα τού παραγωγικού2. (οικον.) α) η σχέση μεταξύ τού όγκου παραγωγής που πραγματοποιήθηκε και τών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτόβ) η απόδοση τής παραγωγής, αποδοτικότητα3. φρ. α) «παραγωγικότητα εργασίας» — η σχέση τού όγκου παραγωγής ενός προϊόντος δεδομένης ποιότητας προς την εργασία που αναλώθηκε για τον σκοπό αυτόβ) «παραγωγικότητα κεφαλαίου» — η σχέση τού όγκου παραγωγής ενός προϊόντος προς το κεφάλαιο που διατέθηκε για τον σκοπό αυτόγ) «παραγωγικότητα θαλασσών» — η ικανότητα τών θαλασσών να τρέφουν τους οργανισμούς που ζουν μέσα σε αυτέςδ) «Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας» [ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ]αυτόνομος κοινωφελής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1953 και σκοπό έχει τη διάδοση τών αρχών και τών μεθόδων παραγωγικότητας στην Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Σκαλτσούνη].
Dictionary of Greek. 2013.